Capítulo 1
The Project Gutenberg EBook of Danish Tales, by Demetrios Vikelas
This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
with this eBook or online at www.gutenberg.org
Title: Danish Tales
Selected from Andersen
Author: Demetrios Vikelas
Release Date: February 28, 2010 [EBook #31447]
Language: Greek
Character set encoding: UTF-8
*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK DANISH TALES ***
Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
The spelling of the book has not been changed otherwise.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό.
Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει.
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Δ Α Ν I Κ Α
ΕΚ ΤΩΝ ΤΟΥ
Α Ν Δ Ε Ρ Σ Ε Ν.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΘΕΝΤΑ
ΥΠΟ
Δ. ΒΙΚΕΛΑ
ΧΑΡΙΝ ΤΩΝ ΑΝΕΨΙΩΝ ΤΟΥ
Αγαπητά μου παιδάκια.
Μετέφρασα διά σας αυτά τα παραμύθια, διότι σας αξίζει, αφού μάθητε τα
μαθήματά σας και τελειώσητε τα χρέη σας, να έχητε τι να διαβάσατε προς
διασκέδασιν, ας είναι και παραμύθια. Εύχομαι δε να πολλαπλασιασθώσιν
αι τοιαύται αναγνώσεις σας, και παρακαλείτε τους φίλους και τους
διδασκάλους σας σάς ετοιμάζωσι βιβλία διασκεδαστικά, και γραμμένα εις
γλώσσαν απλήν και εύκολον, ώστε να καταλαμβάνητε κάθε τι και να τα
νοστιμεύησθε. Είμαι δε βέβαιος ότι αντί να σας απασχολώσι και να σας
κάμνωσιν αμελείς, τα τοιαύτα βιβλία θ' ανοίξωσι την όρεξίν σας διά την
ανάγνωσιν και θ' αυξήσωσι την επιθυμίαν σας να μάθητε πολλά πράγματα.
Όσον δι αυτά τα παραμύθια, ελπίζω ότι θ' αποκτήσωσι και εις ημάς όσην
εύνοιαν απέκτησαν εις όλην την λοιπήν Ευρώπην και εις την Αμερικήν.
Παντού έγειναν η αγαπημένη ανάγνωσις των παιδιών, συχνά δε και των
μεγάλων. Τα βασιλόπουλα και τα χωριατόπουλα με ίσην ευχαρίστησιν τα
αναγινώσκουσιν. Ο δε συγγραφεύς διηγείται εις την βιογραφίαν του πως
ήρεσαν και εις τον ιδικόν μας βασιλέα, ότε ήτο παιδάκι.
Επεθύμουν να σας έλεγά τι και περί του βίου του συγγραφέως: Πώς από
πτωχόν και αγράμματον παιδί κατώρθωσε με κόπους και στερήσεις και
επιμονήν, και με την βοήθειαν του Θεού, να γείνη ένας από τους πλέον
ονομαστούς συγγραφείς της Δανίας, θα ήτο καλόν μάθημα διά σας να ιδήτε
τι κάμνει η επιμονή και η επιμέλεια, και τι κρίμα είναι να μη ωφελήται
τις και να μη προοδεύη, όταν δεν του λείπωσι τα μέσα. Αλλά πού να σας
τα λέγω τώρα; Φροντίσατε καμμίαν άλλην φοράν ν' αναγνώσητε την
βιογραφίαν του. Τώρα αναγνώσατε τα παραμύθιά του.
Ο φίλος σας. Δ. Β.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ.
Σελίς.
ΤΑ ΦΟΡΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ.......... 1
ΤΟ ΑΣΧΗΜΟΠΑΠΟΝ ................ 10
ΤΟ ΧΑΜΟΜΗΛΟΝ ................ 26
ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΣΤΑΤΟΝ ............... 33
Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΡΕΒΙΘΙ......... 38
Ο ΣΤΑΘΕΡΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ............ 42
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΔΡΑΧΜΗΣ............. 51
Η ΣΑΚΚΟΡΡΑΦΑ.................. 59
ΟΙ ΔΥΩ ΚΛΩΣΟΙ .................. 66
ΤΑ ΦΟΡΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ.
Ήτο μίαν φοράν ένας βασιλεύς, ο οποίος αγαπούσε τόσον πολύ τα νέα
φορέματα, ώστε εξώδευεν όλα του τα χρήματα διά να ενδύεται
μεγαλοπρεπώς. Δεν τον έμελε ούτε διά στρατιώτας, ούτε διά θέατρα, και
η μόνη του ευχαρίστησις ήτο να εβγαίνη με την άμαξαν και να βλέπη ο
κόσμος τα λαμπρά του φορέματα. Διά κάθε ώραν της ημέρας είχε χωριστήν
ενδυμασίαν, και ο λαός έλεγε περί αυτού: «ο βασιλεύς αλλάζει τώρα»,
καθώς αλλού λέγουν: «ο βασιλεύς έχει συμβούλιον.»
Η μεγαλούπολις, όπου εκατοικούσεν, ήτο ζωηροτάτη, και πάμπολλοι ξένοι
ήρχοντο και έφευγαν ακατάπαυστα. Μίαν ημέραν ήλθαν και δύο αγύρται, οι
οποίοι έκαμναν τον υφαντήν και εκήρυτταν ότι κατασκευάζουν λαμπρότατα
υφάσματα. Όχι μόνον τα χρώματα και τα σχέδιά των, έλεγαν, είναι τα
ωραιότερα οπού γίνονται, αλλά το ύφασμά των έχει την περίεργον
ιδιότητα να γίνεται άφαντον δι' εκείνους μόνον τους ανθρώπους, οι
οποίοι είναι ή όλως διόλου παλαβοί, ή ανάξιοι διά την θέσιν την οποίαν
κατέχουν.
— Αυτό το ύφασμα θα κάμη περίφημα φορέματα, είπε μέσα του ο βασιλεύς.
Όταν τα φορώ θα ημπορώ αμέσως να καταλαμβάνω, ποίοι από τους
υπαλλήλους μου είναι ικανοί και ποίοι ανάξιοι· θα διακρίνω τον έξυπνον
από τον ανόητον. Χωρίς άλλο! πρέπει να μου κατασκευάσουν αμέσως
φορέματα από αυτό το ύφασμα.
Και έδωκεν εις τους αγύρτας χρήματα διά ν' αρχίσουν να εργάζωνται.
Οι αγύρται έστησαν δύο εργαλεία και ήρχισαν τάχα να υφαίνουν, χωρίς να
έχουν πραγματικώς ούτε στημόνι ούτε υφάδι· εζήτησαν μετάξια και
χρυσάφια πολυτελέστατα, αλλά αυτά όλα τα έκρυβαν, και εδούλευαν εις τα
ψεύματα και χωρίς τίποτε τα εργαλεία, από την αυγήν έως τα μεσάνυκτα.
— Ήθελα να εγνώριζα πως προχωρεί το ύφασμα, είπε μέσα του ο βασιλεύς.
Αλλά όταν ενθυμήθη ότι οι ανάξιοι διά την θέσιν των δεν θα ημπορούν να
το ιδούν, τα εχρειάσθη· όχι βέβαια ότι εφοβήθη διά τον εαυτόν του·
αλλ' επροτίμησε να στείλη κανένα άλλον να ιδή πώς πηγαίνει η υπόθεσις.
Όλοι οι κάτοικοι της πόλεως εγνώριζαν την ιδιότητα του υφάσματος, και
είχαν μεγάλην περιέργειαν να ιδούν ποίος από τους φίλους των ήτο
παλαβός και ποίος ανάξιος.
— Θα στείλω τον γέροντα υπουργόν μου, λέγει ο βασιλεύς. Είναι τίμιος
και φρόνιμος και καταλληλότατος διά το αξίωμά του, και ημπορεί αυτός
να κρίνη αν είναι εύμορφον το ύφασμα.
Υπήγε λοιπόν ο γέρων υπουργός εις το εργαστήρι, όπου οι αγύρται
εδούλευαν τα άδεια εργαλεία.
— Κύριε ελέησονί! λέγει ο υπουργός, και τεντόνει τα μάτια του. Δεν
βλέπω τίποτε.
Αλλ' αυτά τα είπε μέσα του.
Οι δύο αγύρται τον παρεκάλεσαν να πλησιάση, και τον ηρώτησαν πώς του
αρέσει το σχέδιον και τα χρώματα, και του εδείκνυαν τα εργαλεία· ο δε
υπουργός ήνοιγε τα μάτια του, αλλά δεν έβλεπε τίποτε, αφού δεν είχε τι
να ιδή.
— Καλέ, τόσον ανόητος είμαι; εσυλλογίζετο · και να μη μου περάση ποτέ
από τον νουν! Αλλά δεν πρέπει να το μυρισθή κανείς άλλος. Δεν είμαι
ικανός διά το υπουργείον μου; Όχι! δεν συμφέρει ν' αποδείξω ότι δεν
βλέπω το ύφασμα.
— Πώς σας φαίνεται; ηρώτησεν ο ένας υφαντής.
— Ωραίον, λαμπρόν! απεκρίθη ο υπουργός, και έβλεπε με τα υαλιά του.
Αξιόλογον σχέδιον, και τι χρώματα! Πηγαίνω να είπω του βασιλέως ότι
μου υπεραρέσει.
— Σας ευχαριστούμεν πολύ, είπαν οι υφανταί· και του επερίγραψαν τα
διάφορα χρώματα, και του εξήγησαν το περίεργον σχέδιον. Ο υπουργός
ήκουε με προσοχήν διά να επαναλάβη κάθε τι εις τον βασιλέα. Και επήγε
και του τα επανέλαβε.
Οι αγύρται εζήτησαν και άλλα χρήματα και μετάξια και χρυσάφια διά να
εξακολουθήσουν την εργασίαν των, πλην τα έκρυβαν όλα, και
εξηκολούθησαν να δουλεύουν εις τα γεύματα τα άδεια υφαντήρια.
Ο βασιλεύς έστειλε κατόπιν άλλον τίμιον υπουργόν να ιδή πώς πηγαίνει η
εργασία, και πότε θα τελειώση το ύφασμα. Και αυτός την έπαθε καθώς ο
πρώτος· έβλεπε και έβλεπε, αλλ' αφού δεν είχε τίποτε εις το εργαλείον,
δεν ημπορούσε να ιδή τίποτε.
— Δεν σας αρέσει το ύφασμα; ηρώτησαν οι αγύρται· και έδειξαν και
εξήγησαν λεπτομερώς το ωραίον σχέδιον, το οποίον όμως δεν υπήρχε.
— Δεν είμαι κουτός, εσυλλογίζετο ο υπουργός· φαίνεται ότι διά την
θέσιν μου δεν είμαι άξιος. Περίεργον! Αλλά δεν πρέπει να το αποδείξω.
Ήρχισε λοιπόν να επαινή το ύφασμα, το οποίον δεν έβλεπε, και να
θαυμάζη τα λαμπρά χρώματα και το ωραίον του σχέδιον.
— Είναι περίφημον πράγμα! είπεν εις τον βασιλέα.
Όλοι οι πολίται ήκουσαν και ωμιλούσαν διά το μεγαλοπρεπέστατον ύφασμα.
Και ο βασιλεύς ηθέλησε να το ιδή, ενώ ακόμη το ύφαιναν. Υπήγε λοιπόν
με εκλεκτήν συνοδείαν και με τους δύο του υπουργούς, τους οποίους είχε
στείλει πριν, και ήυρε τους δύο αγύρτας, οι οποίοι χωρίς στημόνι και
χωρίς υφάδι επροσποιούντο ότι υφαίνουν επάνω και κάτω.
— Δεν είναι ωραίον τω όντι; εφώναξαν και οι δύο
υπουργοί. Παρατηρήσατε, Μεγαλειότατε, το σχέδιον και τα χρώματα.
Και εδείκνυαν το άδειον εργαλείον, διότι εφαντάζοντο ότι οι άλλοι
έβλεπαν το ύφασμα.
— Τι τρέχει; εσυλλογίζετο ο βασιλεύς. Δεν βλέπω τίποτε! Φρίκη! Είμαι
κουτός; Δεν είμαι άξιος να είμαι βασιλεύς; Τι έπαθα! Και επρόσθεσε
δυνατά:
— Είναι πολύ καλόν! Μας ευχαριστεί εις άκρον!
Και εκίνησε την κεφαλήν του ωσάν να ήτο ευχαριστημένος, και
επαρατηρούσε το εργαλείον με προσοχήν, διότι δεν του ήρχετο να
ομολογήσει ότι δεν βλέπει τίποτε. Όλοι δε όσοι ήλθαν μαζή του εκύταζαν
και εκύταζαν χωρίς να βλέπουν τίποτε, αλλά επανέλαβαν όλοι τας λέξεις
του βασιλέως: «Είναι πολύ καλόν!» Και τον παρεκίνησαν να κάμη από το
ύφασμα τούτο φορέματα διά την παράταξιν, η οποία επρόκειτο να γείνη
τας ημέρας εκείνας. Από στόμα εις στόμα επήγαιναν αι λέξεις: «ωραίον,
λαμπρόν, τεχνικώτατον!» Ο θαυμασμός ήτο γενικός, και ο βασιλεύς έδωκεν
εις τους αγύρτας τον τίτλον: υφανταί της Βασιλικής αυλής.
Όλην την νύκτα προ της τελετής οι αγύρται δεν εκοιμήθησαν: Ήναψαν
δεκαέξ λύχνους, και ο λαός τους έβλεπε από τα παράθυρα να υφαίνουν τα
βασιλικά φορέματα.
Επί τέλους επροσποιήθησαν ότι εβγάζουν το ύφασμα από το εργαλείον,
έκοβαν τον αέρα με μεγάλα ψαλίδια, έρραψαν με βελόνας χωρίς κλωστήν
και εκήρυξαν ότι τα βασιλικά φορέματα είναι έτοιμα.
Ο βασιλεύς υπήγε πάλιν με την συνοδείαν του· οι δε αγύρται εσήκωναν το
έν χέρι, ωσάν να εκρατούσαν κάτι, και έλεγαν: Ιδού το βρακί, ιδού ο
επενδύτης, ιδού ο μανδύας, και ούτω καθεξής. Είναι ωσάν αράχνη, και
νομίζει τις ότι δεν φορεί τίποτε. Τόσον είναι ελαφρά! αλλά τούτο είναι
η ωραιότης του υφάσματος!
— Πραγματικώς! έλεγαν οι ακόλουθοι του βασιλέως. Αλλά τίποτε δεν
έβλεπαν, διότι τίποτε δεν υπήρχε.
— Μας δίδει την άδειαν η βασιλική Μεγαλειότης σας, είπαν οι αγύρται,
να σας αλλάξωμεν, και να σας βάλωμεν τα νέα αυτά φορέματα εμπρός εις
τον καθρέπτην;
Ο βασιλεύς έβγαλε τα φορέματά του, και άρχισαν οι αγύρται να τον
ενδύουν τάχα με τα νέα, το έν κατόπιν του άλλου· ο δε βασιλεύς εγύριζε
και εγύριζε και έβλεπεν εις τον καθρέπτην.
— Ωραία φορέματα! πηγαίνουν εξαίρετα, έλεγαν όλοι. Τι σχέδιον, τι
χρώματα! Ιδού φόρεμα μίαν φοράν!
Ο αυλάρχης εν τούτοις επαρουσιάσθη και εψιθύρισεν εις την αυτού
Μεγαλειότητα ότι είναι ώρα διά την τελετήν.
— Έτοιμος είμαι, είπεν ο βασιλεύς. Με πηγαίνουν καλά τα φορέματά μου;
Και εγύρισε πάλιν εις τον καθρέπτην διά να δείξη ότι τα έβλεπε και του
ήρεσαν.
Οι αυλικοί, οι οποίοι είχαν χρέος να σηκώνουν την ουράν του βασιλικού
μανδύου, έσκυβαν τα χέρια εις το πάτωμα, ωσάν να εσήκωσαν τας άκρας
του φορέματος, και επήγαιναν κατόπιν από τον βασιλέα, και εκρατούσαν
τον αέρα. Κανείς δεν ετόλμησε να αποδείξη ότι δεν έβλεπε τα φορέματα.
Υπήγε λοιπόν ο βασιλεύς εις την παράταξιν με την συνοδείαν του, και
όλοι εις τον δρόμον έλεγαν:
«Τι μεγαλοπρεπή ενδυμασίαν φορεί σήμερον ο βασιλεύς! Τι ουράν έχει ο
μανδύας του! Πώς του πηγαίνει!» Κανείς δεν ήθελε να προδοθή ότι δεν
βλέπει τίποτε, διά να μη τον νομίσουν κουτόν ή ανάξιον διά την θέσιν
του. Ποτέ δεν είχε τόσον θαυμάσει ο κόσμος φορέματα βασιλικά.
Επί τέλους έν παιδί εφώναξε: Καλέ ο βασιλεύς είναι γυμνός!
— Άκουσε τι λέγει το παιδί, είπεν ο πατέρας του. Και ο ένας ήρχισε να
ψιθυρίζη εις τον άλλον τα λόγια του παιδιού.
— Καλέ, ο βασιλεύς είναι γυμνός, είπαν όλοι τέλος πάντων.
Ο βασιλεύς το ήκουσε και του εφάνη ότι ωσάν να είχαν δίκαιον, αλλά
εσυλλογίσθη ότι δεν έπρεπε να διακοπή η τελετή. Εξηκολούθησε λοιπόν
τον δρόμον του, και οι αυλικοί του απ' οπίσω εκρατούσαν σφικτά την
ουράν του μανδύου, χωρίς να υπάρχη ούτε μανδύας ούτε ουρά.
ΤΟ ΑΣΧΗΜΟΠΑΠΟΝ.
Η εξοχή ήτο εις όλην της την ωραιότητα. Ήτο καλοκαίρι, και εις τα
χωράφια το σιτάρι εκιτρίνιζε. Εις τα πράσινα λειβάδια είχαν στοιβάσει
οι χωρικοί το χόρτον, και οι πελαργοί με τα κόκκινα και μακριά ποδάρια
των επεριπατούσαν επάνω και κάτω με πολλήν αξιοπρέπειαν, και ωμιλούσαν
Αιγυπτιακά· διότι αυτή είναι η μητρική των γλώσσα.
Τριγύρω εις αυτά τα χωράφια και λειβάδια ήσαν δάση μεγάλα, και μέσα
εις τα δάση ήσαν λίμναι ωραίαι. Ήτο λαμπρά τω όντι η εξοχή.
Εκεί εις τον ήλιον ήτο μία μεγάλη και παλαιά κατοικία γεωργών,
περιτριγυρισμένη από περιβόλια και νερά και σταύλους και ορνιθώνας.
Εκεί δε μία πάπια εκάθητο εις την φωλεάν της, και εκλωσούσε τα αυγά
της. Αλλ' η πτωχή είχε βαρυνθή πλέον να κάθηται τόσον καιρόν. Δεν
ήρχοντο δε και αι συντρόφισαί της να την επισκέπτονται συχνά.
Επροτιμούσαν να είναι έξω εις τον ήλιον και να κολυμβούν εις τα
αυλάκια, παρά να κάθηνται εις τα σκοτεινά με την κλώσαν και να
κακανίζουν μαζή της.
Επί τέλους τα αυγά άρχισαν να σκάνουν, το έν κατόπιν του άλλου, και
από κάθε αυγόν, πιτς πιτς, έβγαινε έν μικρόν πουλάκι.
Έν αυγόν μόνον, το μεγαλείτερον από όλα, δεν ημπορούσεν ακόμη να
σκάση. Η πάπια έχασε την υπομονήν της, και εσηκώθη να φροντίση τα
μικρά της παπάκια, αλλά πάλιν μετενόησε και εκάθισε να το κλωσήση.
— Αι; πώς τα πηγαίνεις; την ηρώτησε μία γραία πάπια, η οποία ήλθε να
την επισκεφθή.
— Καλά, απεκρίθη η κλώσα. Μόνον αυτό το αυγόν δεν θέλει να σκάση. Ιδέ
τα άλλα μου παπιά; Είδες ποτέ σου ωραιότερα πουλάκια; Ομοιάζουν πολύ
του πατρός των. Ο σιχαμένος εκείνος δεν ήλθε καθόλου να με ιδή.
— Άφες με να ιδώ το αυγόν, το οποίον δεν σκάνει, είπεν η γραία. Να σε
χαρώ, αυτό είναι κούρκας αυγόν. Την έπαθα και εγώ μίαν φοράν, και
κατόπιν είδα και υπέφερα με τα μικρά, διότι φοβούνται το νερόν. Δεν
ημπορούσα να τα κάμω να κολυμβήσουν. Ό,τι και αν έκαμνα του κακού! Ω!
βέβαια, αυτό είναι κούρκας αυγόν. Παραίτησέ το και πήγαινε να μάθης τα
παιδάκια σου να κολυμβούν.
— Ας το κλωσήσω ακόμη ολίγον, είπεν η πάπια. Αφού εκάθισα τόσας ημέρας
ας κάμω ακόμη ολίγην υπομονήν.
— Όπως αγαπάς, είπεν η γραία πάπια, και ανεχώρησε.
Τέλος πάντων έσκασε το αυγόν, πιτς, πιτς, και εβγήκεν από μέσα έν
μεγάλον και άσχημον παπί.
— Τι μεγάλον παπί, είπεν η πάπια. Δεν του ομοιάζει κανένα από τ' άλλα
παιδιά μου. Μήπως είναι τω όντι κουρκάκι; Τώρα θα το ιδούμεν. θέλει
δεν θέλει, θα το βάλω εις το νερόν.
Την επαύριον ο καιρός ήτο λαμπρότατος, και ο ήλιος έπαιζεν εις τα
φύλλα των δένδρων. Η πάπια επήρεν όλα της τα παιδιά και επήγεν, εις το
αυλάκι και, πλουφ, επήδησεν εις το νερόν. Εφώναξε κ ο υ ά, κ ο υ ά !
και όλα της τα παιδιά έπεσαν κατόπιν της και εβούτησαν, αλλ' αμέσως αι
κεφαλαί των ανέβησαν πάλιν επάνω από το νερόν, τα δε ποδάρια των
εκινούντο μόνα των, και εκολυμβούσαν όλα περίφημα.
Το άσχημον παπί έπεσε και εκείνο εις το νερόν και εκολυμβούσε με τα
άλλα παιδιά της πάπιας.
— Δεν είναι κουρκάκι, είπεν η πάπια. Ιδέ το τι ωραία κινεί τα ποδάρια
του, και πώς κρατεί υψηλά την κεφαλήν του. Είναι ιδικόν μου παιδί και
αυτός· και μα την αλήθειαν, δεν είναι άσχημον το καϋμένο! Κουά, κουά,
έλα μαζή μου να σου δείξω τον κόσμον, και να σε παρουσιάσω εις τον
ορνιθώνα.
Έλα κοντά μου διά να μη σε πατήση κανείς, και πρόσεχε την γάταν.
Και υπήγεν η πάπια εις τον ορνιθώνα με όλην την συνοδείαν της. Ενώ
έμβαιναν εκεί, εγίνετο τρομερόν κακόν, διότι δύο οικογένειαι εμάλωναν
διά μίαν κεφαλήν ψαριού, την οποίαν επί τέλους ήρπασε μία γάτα.
Βλέπετε παπάκια μου, είπεν η πάπια. Αυτός είναι ο κόσμος. Και
ετέντωσε τα μάτια της, διότι ενοστιμεύετο και αυτή την κεφαλήν του
ψαριού. Σαλεύετε και σεις, εξηκολούθησε, και βλέπετε μήπως εύρετε
τίποτε. Αλλά προσοχή! Κλίνατε τα κεφάλια σας και χαιρετήσατε εκείνην
την μεγάλην πάπιαν. Την βλέπετε; Είναι η σημαντικωτέρα από όλους ημάς
εδώ. Είναι από Ισπανικόν γένος· διά τούτο έχει τόσον πάχος.
Παρατηρείτε ότι το έν της ποδάρι είναι δεμένον με έν κόκκινον κουρέλι;
Αυτό είναι ό,τι επισημότερον ημπορεί να επιθυμήση μία πάπια. Θα ειπή
ότι όποιος την έχει δεν θέλει να την χάση, και από αυτό το σημάδι την
γνωρίζει όλος ο κόσμος. Τινάξατε τα πτερά σας. Μη γυρίζετε από μέσα τα
δάκτυλά σας. Τα καλοαναθρεμμένα παπιά γυρίζουν έξω τα δάκτυλα, καθώς
την μητέρα σας και τον πατέρα σας. Ιδού! Τώρα γυρίσατε τον λαιμόν σας
και ειπήτε ραπ!
Και έκαμαν όπως έλεγε, και είπαν ραπ.
— Αλλά αι άλλαι πάπιαι 'παρετήρησαν όλην αυτήν την οικογένειαν και
είπαν μεταξύ των:
— Βλέπεις εκεί! Μας ήλθε και αυτή με τα παπιά της, ωσάν να είμεθα
ολίγαι εδώ. Και πω, πω! τι μούτρα έχει εκείνο το παπί της! Κακόν
χρόνον να έχη !
Και μία πάπια ώρμησε και εδάγκασε το άσχημον παπί εις τον λαιμόν.
— Άφησέ το, εφώναξεν η μάνα του· δεν πειράζει κανένα.
— Ναι, αλλά είναι άνοστον και ανάλατον, και δεν ημπορώ να το χωνεύσω,
είπεν η πάπια η οποία το είχε δαγκάσει.
— Νόστιμα παιδάκια έχει του λόγου της, είπεν η πάπια με το κόκκινον
κουρέλι εις το ποδάρι. Μόνον το έν είναι κακοκαμωμένον. Κρίμα ότι δεν
ημπορεί να το ξανακάμη.
— Δεν ημπορώ να το αλλάξω κυρία μου, είπεν η μάνα. Ό,τι έγεινε έγεινε
πλέον! αλλά είναι καλόν το κακόμοιρον και κολυμβά πολύ καλά, κολυμβά
μάλιστα καλλίτερα από τ' άλλα μου. Νομίζω ότι όσον μεγαλώνει θα
ευμορφαίνη, και ίσως με τον καιρόν μικραίνει. Έμεινε πολύν καιρόν εις
το αυγόν, και διά τούτο δεν είναι καλοκαμωμένον. Και ενώ έλεγεν αυτά
του ετζίμπησε τον λαιμόν και εδιώρθωσε τα πτερά του.
Το κάτω κάτω, επρόσθεσεν, είναι αγόρι και δεν πειράζει. Φαίνεται ότι
θα γείνη δυνατός· ήρχισεν από τώρα να έχη την θέλησίν του.
— Τα άλλα σου παπάκια είναι νόστιμα, είπεν η αρχόντισα πάπια. Να τα
χαίρεσαι! Άφησέ τα να γυρίζουν εδώ, και αν εύρης καμμίαν κεφαλήν
ψαριού φέρε μου την.
Και ήρχισαν τα παπιά να τρέχουν εδώ κ' εκεί, αλλά το υστερογέννητον,
το μεγάλον παπί, όλοι το έσπρωχναν, και το επερίπαιζαν, και το
εδάγκαναν, και πάπιαι και όρνιθες. Όλοι το εύρισκαν μεγάλον και
άνοστον. Ο δε κούρκος, ο οποίος εφαντάζετο ότι είναι μεγάλο
υποκείμενον, διότι είχε κόκκινα γένεια, εφούσκωσε και ήνοιξε την ουράν
του και ώρμησε προς το πτωχόν παπί, και εφώναξε κλου, κλου, κλου, και
έγεινε κατακόκκινη η μούρη του. Το δυστυχισμένον παπί δεν ήξευρε πού
να σταθή, ούτε πού να φύγη, και ήτο μελαγχολικόν, επειδή όλος ο κόσμος
το επερίπαιζε και το εκαταφρονούσε.
Τας ακολούθους ημέρας το πράγμα εχειροτέρευε και επήγαινε. Έως και τα
αδέλφιά του δεν του άφηναν ησυχίαν, και του έλεγαν: Α! να σε έπερνεν η
γάτα, ασχημόπαπον! Η δε μάνα του έλεγε: Ας έλλειπες απ’ εμπρός μου, να
μη σε βλέπουν τα μάτια μου! Και αι πάπιαι το εδάγκαναν, και αι όρνιθες
το εκτυπούσαν· η δε κοπέλα, η οποία έτρεφε τα πουλιά, το έσπρωχνε και
αυτή με το ποδάρι της.
Απηλπισμένον το κακόμοιρον εχώθη εις τον φράκτην, διά να φύγη έξω. Τα
μικρά πουλάκια, τα οποία εκάθηντο εις τα κλωνάρια του φράκτου,
ετρόμαξαν και επέταξαν.
— Με φεύγουν και αυτά διότι είμαι άσχημον, είπε το παπί, και έκλεισε
τα μάτια του και επέταξε να φύγη ακόμη μακρύτερα, και έφθασεν εις ένα
βάλτον, όπου εκατοικούσαν αγριόπαπιαι. Εκεί επέρασεν όλην την νύκτα
κουρασμένον και καταλυπημένον.
Την αυγήν αι αγριόπαπιαι εξύπνησαν και είδαν τον νέον σύντροφόν των.
— Τι μέρος λόγου είσαι, το ηρώττησαν. Το δε παπί εγύρισε την κεφαλήν
του απ’ εδώ και απ’ εκεί, και εχαιρέτισε όπως καλλίτερα ημπορούσε.
Ασχημιάν όπου την έχεις! είπαν αι αγριοπάπιαι. Αλλά τι μας μέλει, αφού
δεν θα συμπεθερεύσωμεν μαζή σου.
Το κακόμοιρον! Δεν είχεν εις τον νουν του γάμους και συμπεθερεύματα,
αλλά μόνον ήλπιζε να το αφήσουν να κοιμάται ήσυχον εις τα καλάμια και
να πίνη από το νερόν του βάλτου.
Εκεί έμεινε δύο ημέρας. Την τρίτην επέρασαν δύο άγριαι χήνες, αι
οποίαι προ ολίγου μόνον είχαν έβγει από το αυγόν, και ήσαν ζωηραί και
εύθυμοι.
— Άκουσε μικρέ! είπεν εις το παπί μία εξ αυτών. Είσαι τόσον άσχημος
ώστε μου αρέσεις. Έλα να ταξειδεύσωμεν μαζή. Εδώ κοντά, εις ένα άλλον
βάλτον, είναι μερικαί νόστιμοι χηνοπούλαι ανύπανδροι. Έλα και ίσως
εύρης την τύχην σου, αν και δεν είσαι εύμορφος.
Έξαφνα αντήχησεν εις τον αέρα έν πιφ, παφ! και αι χήνες έπεσαν εις το
νερόν σκοτωμέναι, και εκεί όπου έπεσαν εκοκκίνισεν ο βάλτος από αίμα.
Πιφ, παφ, άλλην μίαν φοράν, και ένας σωρός χηνών εσηκώθησαν από τα
καλάμια και έφευγαν. Και άλλοι τουφεκισμοί ηκούσθησαν. Κυνηγοί είχαν
περικυκλώσει τον βάλτον, και ετουφέκιζαν αριστερά και δεξιά, και
εσηκώνετο ωσάν σύννεφον επάνω από τα δένδρα ο καπνός, και ο αέρας τον
έσπρωχνε επάνω από τα νερά. Οι σκύλοι των κυνηγών έτρεχαν εις την
λάσπην, πλατς πλατς, και επατούσαν τα καλάμια. Ω! πώς έτρεμε το παπί!
Έσκυψε την κεφαλήν του και την έχωσε κάτω από την πτέρυγά του. Εκεί,
ένας μεγάλος σκύλος επλησίασε με την γλώσσαν του κρεμασμένην και με
μάτια φλογισμένα και άγρια. Εμυρίσθη το παπί, έδειξε τα δόντια του,
και πλατς, πλατς, έφυγε χωρίς να το εγγίση.
Το παπί ανεστέναξε. Την εγλύτωσα, είπε. Είμαι τόσον άσχημον, ώστε και
ο σκύλος δεν ηθέλησε να με δαγκάση.
Και έμενεν εκεί ακίνητον και ήσυχον, ενώ εσφύριζαν τα σκάγια εις τα
καλάμια και έπιπταν οι τουφεκισμοί. Επί τέλους, προς το βασίλευμα του
ηλίου ησύχασεν ο θόρυβος. Αλλά το παπί δεν ετολμούσε να σαλεύση.
Επερίμενε πολλήν ώραν πριν τολμήση να ιδή τι γίνεται τριγύρω του.
Έπειτα εσηκώθη και επέταξε γρήγορα να φύγη από τον βάλτον εκείνον.
Αλλά εις τον δρόμον το επρόφθασε μία φοβερά ανεμοζάλη. Επετούσε με
δυσκολίαν από χωράφι εις λειβάδι και εγύρευε καταφύγιον.
Όταν ενύκτωνεν, έφθασεν εις μίαν καλύβην. Η καλύβη αυτή ήτο τόσον
παλαιά και ερειπωμένη, ώστε ενόμιζες ότι θα πέση· ήτο ωσάν να μη
ήξευρεν η ιδία απο ποίον μέρος να πέση, και διά τούτο έμενεν ορθή. Ο
δε άνεμος εφυσούσε με τρομεράν δύναμιν, και το παπί εκάθισε χαμηλά διά
να μη το πάρη η τρικυμία. Τότε παρετήρησεν ότι η θύρα της καλύβης είχε
στραβώσει, και έμενε μία τόσον μεγάλη χαραγματιά, ώστε ημπορούσε να
περάση διά μέσου. Εχώθη λοιπόν απ’ εκεί μέσα εις την καλύβην. Εκεί
εκατοικούσε μία γραία με ένα γάτον και με μίαν όρνιθα, η οποία έκαμνε
κάθε ημέραν έν αυγόν. Την αυγήν όταν είδαν το παπί εις την καλύβην, ο
γάτος εσήκωσε την ράχιν του υψηλά υψηλά, η όρνιθα εκακάνισεν, η δε
γραία είπε: Τι είναι τούτο; Και επειδή δεν εκαλόβλεπεν, ενόμισεν ότι
ήτο πάπια και είπε: Καλά την έχομεν, τώρα θα έχω και πάπιας αυγά.
Αλλά το παπί έμεινε τρεις εβδομάδας εις την καλύβην και αυγόν η γραία
δεν είδεν, ώστε εθύμωσε με το παπί και δεν το εκαλομεταχειρίζετο. Και
ο γάτος δε και η όρνιθα δεν το έβλεπαν με καλόν μάτι, ώστε μίαν ημέραν
εστενοχωρήθη το άτυχον παπί και έφυγεν από την καλύβην.
Επλησίαζεν εν τούτοις το φθινόπωρον. Τα φύλλα εις το δάσος εκιτρίνιζαν
και εκοκκίνιζαν, ο δε ψυχρός άνεμος τα ήρπαζε και τα έκαμνε να
χοροπηδούν. Τα σύννεφα εχαμήλωναν ωσάν να τα εβάρυναν τα χιόνια, και
οι κόρακες εκρύωναν και εφώναζαν κρωκ, κρωκ! Το παπί έβλεπεν όλα αυτά
και ήτο συλλογισμένον. Έν βράδυ, ενώ ο ήλιος εβασίλευεν εις όλην του
την ωραιότητα, έν κοπάδι μεγάλων πτηνών κατέβηκεν από τον ουρανόν·
ήσαν κάτασπρα με μεγάλους λαιμούς, τους οποίους εκινούσαν με πολλήν
χάριν. Ήσαν κύκνοι. Εφώναζαν μίαν περίεργην φωνήν, ήπλωναν τα λαμπρά
κάτασπρα πτερά των, και ητοιμάζοντο να
φύγουν από τα ψυχρά κλίματα εις άλλους ωραίους τόπους, όπου τους
επερίμενεν ο ήλιος πάλιν. Και επέταξαν υψηλά υψηλά! Το δε άσχημον παπί
ησθάνετο κάτι παράδοξον αίσθημα ενώ τους έβλεπε να πετούν.
Εστρεφογύριζεν εις το νερόν ωσάν τροχός, ετέντωνε τον λαιμόν του διά
να βλέπη τους κύκνους, και έξαφνα επέταξε μίαν τόσον μεγάλην και
περίεργην φωνήν, ώστε ετρόμαξε το ίδιον. Δεν ημπορούσε να μη τα βλέπη
τα ωραία εκείνα πτηνά· και αφού έφυγαν και δεν εφαίνοντο πλέον,
εβούτησεν έως εις τον πάτον της λίμνης όπου εκολυμβούσε, και όταν
ανέβη εις την επιφάνειαν, ήτο ωσάν τρελόν. Δεν ήξευρε πως τα λέγουν
εκείνα τα πτηνά, αλλά ησθάνετο ότι τα αγαπά καθώς ποτέ
δεν είχεν αγαπήσει ακόμη. Και δεν τα εζήλευε διόλου. Πώς να τολμήση το
δυστυχισμένον να φαντασθή ότι ημπορούσε ποτέ να παραβληθή με τα ωραία
εκείνα πτηνά, διά να τα ζηλεύση!
Και ο χειμών ήλθε ψυχρός, παγωμένος! Το παπί εκολυμβούσεν ακατάπαυστα
εις το νερόν διά να μη το αφήση να παγώση, αλλά κάθε νύκτα εστένευε
περισσότερον η τρύπα εις την οποίαν ημπορούσε να κολυμβά, και εκινούσε
τα ποδάρια του διά να μη παγώση όλη η τρύπα· αλλ' επί τέλους
κατεκουράσθη το πτωχόν και δεν ημπορούσε να κινηθή, μίαν νύκτα δε ο
πάγος το έκλεισε και το έσφιγγε γύρω γύρω.
Την αυγήν ένας χωρικός επέρασε και είδε το παπί παγωμένον εκεί και το
ελυπήθη. Επάτησε λοιπόν επάνω εις το κρυσταλλωμένον νερόν, έσπασε τον
πάγον με το υπόδημά του και επήρε το παπί εις την καλύβην του, να το
δώση της γυναικός του. Εκεί εις την ζέστην εζωντάνευσε το ταλαίπωρον.
Τα παιδιά του χωρικού ηθέλησαν να παίξουν μαζή του· Αλλά το
τρομασμένον παπί εφοβήθη ότι ήθελαν να το πειράξουν και έφυγε τρεχάτον
εις μίαν κανάταν γεμάτην με γάλα, και με το πτερούγιασμά του ερράντισε
με γάλα όλην την καλύβην· η γυναίκα του χωρικού εκτύπησε τα χέρια της
διά να το τρομάξη, και έφυγε το παπί μέσα από το γάλα, και έτρεξε και
εχώθη εις έν βαρέλι γεμάτον αλεύρι, και εβγήκεν απ’ εκεί κάτασπρον. Η
γυναίκα εφώναξε θυμωμένη και έρριψε την σκούπαν επάνω του να το
κτυπήση. Τα παιδιά το εκυνηγούσαν και εξεκαρδίζοντο γελώντα. Κατ'
ευτυχίαν η θύρα ήτο ανοικτή και το παπί επρόφθασε να φύγη, και εχώθη
μέσα εις τα γυμνά χαμόκλαδα, και εκάθισεν εις το χιόνι αφανισμένον από
την κούρασιν.
Πού να σας διηγηθώ τι υπέφερε το δυστυχισμένον έως ότου να περάση ο
χειμών.
Επί τέλους ο ήλιος ήρχισε πάλιν να καίη και τα πουλάκια να κελαδούν.
Ήλθε πάλιν η άνοιξις.
Το παπί ησθάνθη τότε ότι τα πτερά του εδυνάμωσαν. Εκτυπούσαν τον αέρα
με δύναμιν και το εσήκωναν υψηλά, και χωρίς και αυτό το ίδιον να
ηξεύρη πώς το κατώρθωσε, ευρέθη έξαφνα μίαν ημέραν εις ένα ωραίον
κήπον, όπου εμύριζε γλυκά η πασχαλιά, τα δε κλαδιά των δένδρων ήγγιζαν
μίαν μικράν λίμνην, της οποίας το νερόν έλαμπεν ωσάν καθρέπτης. Και
είδε τρεις ωραίους κύκνους, οι οποίοι κατέβησαν από το χόρτον εις την
λίμνην, και εκολυμβούσαν ελαφρά και εκινούσαν με χάριν τους λαιμούς
των.
Το παπί ενθυμήθη τους κύκνους και εμελαγχόλησε. θα με σκοτώσουν, είπε,
τα μεγαλοπρεπή αυτά πτηνά, διότι τολμώ να τα πλησιάσω. Αλλά θα υπάγω
κοντά των. Καλλίτερα να με σκοτώσουν αυτά, παρά να με δαγκάνουν
πάπιαι, να με κτυπούν όρνιθες, να με σπρώχνη η επιστάτρια του
ορνιθώνος, και να ψοφώ τον χειμώνα από το κρύον και την πείναν.
Και επέταξε και έπεσεν εις το νερόν και ήρχισε να κολυμβά. Οι κύκνοι
άμα το είδαν ήνοιξαν τα πτερά των και εκολύμβησαν προς αυτό. Σκοτώσατέ
με, είπε το κακόμοιρον. Και έσκυβε τον λαιμόν του ωσάν να επερίμενε
τον θάνατον. Αλλά εκεί όπου έσκυπτε τι να ιδή εις το νερόν; Είδε τον
εαυτόν του. Αλλ' αντί να ιδή έν ασχημόπαπον άνοστον και κακοκαμωμένον,
είδεν ένα ωραίον κύκνον.
Αδιάφορον αν γεννηθή κανείς εις φωλεάν πάπιας, φθάνει μόνον να εβγήκε
από κύκνου αυγόν!
Οι τρεις κύκνοι έπλεαν τριγύρω του και το εχάδευαν με την μύτην των,
και αυτό ήτο ευτυχισμένον και χαρούμενον, και εσυλλογίζετο όσα είδε
και έπαθε.
Εκεί ήλθαν εις τον κήπον παιδάκια, και έρριπταν εις το νερόν ψωμί διά
τους κύκνους. Το μικρότερον εφώναξε: Να, ένας άλλος κύκνος! Και τα
άλλα παιδάκια εφώναξαν και εκείνα: Ήλθεν άλλος ένας κύκνος! Και
εκτυπούσαν τα χεράκια των και εχόρευαν επάνω εις το χόρτον, και
έτρεξαν να το ειπούν εις τον πατέρα των και εις την μητέρα των. Και
έρριψαν ψωμί εις το νερόν και είπαν: «Αυτός ο κύκνος είναι ωραιότερος
από τους άλλους.» Και οι τρεις άλλοι κύκνοι το ήκουσαν και έσκυβαν τας
κεφαλάς των εμπρός του.
Το δε ασχημόπαπον εντράπη και έκρυβε την κεφαλήν κάτω από την πτέρυγά
του, και δεν ήξευρε τι να κάμη. Ήτο τόσον ευτυχισμένον, και δεν ήτο
διόλου υπερήφανον. Εσυλλογίζετο πως έως τώρα το κατεφρόνησαν και το
επείραζαν. Και τώρα ήκουε να λέγουν ότι ήτο τόσον ωραίον! Τώρα έως και
τα δένδρα εκρεμούσαν τα κλαδιά των εις το νερόν διά να το βλέπουν.
Ετίναξε τα πτερά τον, εσήκωσε τον λαιμόν του και εφώναξε χαρούμενον
από τα βάθη της καρδίας του: Πού να ονειρειθώ τόσην ευτυχίαν όταν
ήμουν ασχημόπαπον!
ΤΟ ΧΑΜΟΜΗΛΟΝ.
Έξω από την πόλιν, επάνω εις τον μεγάλον δρόμον, ήτο μία οικία
εξοχική. Την εχώριζεν από τον δρόμον ένας ξύλινος φράκτης
χρωματισμένος. Μεταξύ δε του φράκτου και της οικίας ήτο έν ωραίον
περιβολάκι γεμάτον από άνθη, και εις μίαν του άκραν είχε φυτρώσει έν
μικρόν χαμόμηλον εις την μέσην του καταπρασίνου χόρτου.
Ο ήλιος εζέσταινεν όλα τα άνθη τον κήπου εκείνου, μεγάλα και μικρά,
και εμεγάλωνε το χαμόμηλον, έως ότου μίαν αυγήν ήνοιξε και ήπλωσεν έν
στεφάνι από κάτασπρα φύλλα τριγύρω εις ένα μικρόν κίτρινον ήλιον, τον
οποίον είχεν εις την μέσην. Το μικρόν χαμόμηλον δεν εφαντάσθη ότι η
ζωή του θα περάση καταφρονημένη, χωρίς κανείς να γυρίση να το ιδή,
αλλά εζούσε ευχαριστημένον, έβλεπε τον ήλιον όλην την ημέραν και ήκουε
την κίχλαν να κελαδή και να σχίζη τον αέρα. Και εχαίρετο το χαμόμηλον
όταν ήκουε την κίχλαν να λέγη με το κελάδημά της όσα εκείνο το πτωχόν
δεν είχε φωνήν να εκφράση· και δεν εζήλευεν ότι δεν ημπορούσε και
εκείνο να πετάξη και να κελαδήση, αλλά ήτο ευχαριστημένον με ό,τι
έβλεπε τριγύρω του, με τον ήλιον και με το φως και με την ζέστην.
Μέσα εις το περιβόλι ήσαν πολλά άλλα μεγαλοπρεπή άνθη· και όσον
ολιγώτερον εμύριζαν τόσον περισσότερον εφούσκωναν και υπερηφανεύοντο.
Αι δενδρομολόχαι είχαν κατορθώσει να γείνουν μεγαλείτεραι από το
τριαντάφυλλον, οι δε λαλέδες είχαν λαμπρότατα χρώματα και εστέκοντο
όλόρθοι διά να φαίνωνται καλλίτερα. Δεν κατεδέχοντο καν να ιδούν το
χαμόμηλον.
Αλλά το χαμόμηλον τα έβλεπε και τα εθαύμαζε και έλεγε μέσα του; «Τι
λαμπρά και ωραία άνθη· το πουλάκι εκείνο κελαδεί δι' αυτά, και πετά
απ’ επάνω των να τα βλέπη. Καλά και εφύτρωσα εδώ και ημπορώ να τα
θαυμάζω από πλησίον.»
Ενώ έλεγεν αυτά το χαμόμηλον, ιδού διά μιας η κίχλα εκατέβη και
εκάθισεν, όχι εις τας δενδρομολόχας και τα άλλα άνθη, αλλ' εις το
χόρτον κοντά εις το χαμόμηλον, το οποίον τα έχασεν από την χαράν του
και δεν ήξευρε πως να εξηγήση αυτήν την επίσκεψιν.
Το πουλάκι εχόρευε γύρω εις το χαμόμηλον και εκελαδούσε και έλεγε:
— Τι μαλακόν είναι το χορτάρι! και τι ωραίον το μικρόν τούτο άνθος με
την χρυσήν του καρδίαν και τα αργυρά του φορέματα!
Το χαμόμηλον ήτο καταευχαριστημένον· το πουλάκι το εφιλούσε, του
εκελαδούσε, και έπειτα επέταξε πάλιν εις τον αέρα. Επέρασεν αρκετή ώρα
διά να συνέλθη το χαμόμηλον. Επί τέλους εγύρισε με συστολήν να ιδή τι
λέγουν τα άλλα άνθη διά την τιμήν και την ευτυχίαν της επισκέψεως της
κίχλας. Οι λαλέδες εστέκοντο ακόμη πλέον τεντωμένοι από πριν, και ήσαν
κατακόκκινοι από τον θυμόν των. Αι δε δενδρομολόχαι εζάρωναν, και αν
είχαν φωνήν θα έκαμναν απ' ασπρού το ταπεινόν χαμόμηλον. Αυτό δε το
πτωχόν εκατάλαβεν ότι δεν το καλοβλέπουν οι μεγαλοπρεπείς του
συγκάτοικοι, και εμελαγχόλησε.
Εκεί καταβαίνει εις το περιβόλι μία νέα με έν μεγάλον ψαλίδι εις το
χέρι, προχωρεί προς τους λαλέδες και κόπτει ένα, κόπτει δύο, κόπτει
ένα σωρόν.
—Αχ! εστέναξε το χαμόμηλον. Φρίκη! Κρίμα τα ωραία άνθη!
Η νέα έφυγε με το ψαλίδι εις το έν χέρι και τους κομμένους λαλέδες εις
το άλλο. Το δε χαμόμηλον ηυχαρίστησε τον Πλάστην του, ότι ήτο ταπεινόν
και ασήμαντον άνθος, και όταν ο ήλιος εβασίλευσεν, έκλεισε τα φύλλα
του και απεκοιμήθη, και ωνειρεύετο τον ήλιον και την κίχλαν.
Όταν εξημέρωσε, το άνθος ήνοιξε πάλιν τα κάτασπρα φύλλα του και τα
ήπλωσε προς τον ήλιον, και ήκουσε την φωνήν της κίχλας. Αλλά δεν
εκελαδούσε χαρούμενη καθώς χθες. Σήμερον η φωνή της ήτο λυπημένη και
το λάλημά της μελαγχολικόν.